- βαθύδοξος
- βᾰθύδοξος, -ον1 of high renown Τυνδαριδᾶν βαθύδοξοι γείτονες (sc. Δωριεῖς) P. 1.66 χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν (i. e. βαθείας δόξας) Pae. 2.58
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
βαθύδοξος — βαθύδοξος, ον (Α) ξακουστός, φημισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + δοξος < δόξα (πρβλ. άδοξος, ένδοξος, επίδοξος, εύδοξος, παράδοξος, φιλόδοξος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
βαθύδοξον — βαθύδοξος far famed masc/fem acc sg βαθύδοξος far famed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύδοξοι — βαθύδοξος far famed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek